3/12/07

Η κρυσταλλένια Οθόνη

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Βρέθηκα σε τούτο το απομονωμένο κομμάτι γης, επειδή κανένας άλλος τόπος δεν συγκέντρωνε τις ιδανικές συνθήκες που αποζητούσα.
Ένας μαυριδερός, ηφαιστειογενής βράχος πέντε τετραγωνικών χιλιόμετρων, με κοφτερές οψιδιανές προεξοχές. Αυτό ήταν το νησί Βάρανος!
Γύρω του η θάλασσα, μόνιμα ανταριασμένη, το έζωνε με το γαλακτόχρωμο άφρισμα της κι’ ο ορίζοντας περιμετρικά βυθιζόταν στους ατέρμονους όγκους των γαλάζιων νερών, που πιότερο τόνιζαν τη μοναξιά.
Ίσως σας φανεί παράδοξο, αλλά τούτος ο απρόσιτος τόπος είχε και τους κατοίκους του -πέρα από τα κοπάδια της Ιγουάνας, που λιαζόταν στα βράχια.
Στον μοναδικό απάνεμο όρμο του, μέσα σε σπηλαιώματα που σμιλεύτηκαν από την προαιώνια δράση των κυμάτων, ζούσε μια δεκάδα ιδιόρρυθμων ανθρώπων που τους κρατούσε δεμένους η λατρεία της θάλασσας.
Το σπουδαιότερο μέλημα τους -έξω από το ψάρεμα για την ικανοποίηση της ανάγκης της διατροφής- ήταν η εξερεύνηση των μυστηριακών ακτών του νησιού.
Τα πρωινά, όταν η άμπωτη χαμήλωνε τα νερά, αποκαλυπτόταν στο φως σκοτεινές θαλαμωτές σπηλιές που προκαλούσαν τη φαντασία των ανήσυχων τούτων ανθρώπων. Τότε περνούσαν το άνοιγμα κι’ αν είχαν τύχη -μετά από ώρες περιπλάνησης στους μαγευτικούς δαίδαλους που σμίλεψε η θάλασσα στα διαβρωτά, πέτρινα σπλάχνα του νησιού- επέστρεφαν στους συντρόφους τους, για να περιγράψουν και να χαρούν μαζί, τις συγκλονιστικές εμπειρίες τους.


Η αιτία που μ’ έσπρωξε ν’ αναζητήσω τη φυγή θα σας φανεί ασυνήθιστη, αφού περιπτώσεις δεσμών τέτοιου είδους σπανίζουν!
Για πάντα θα μένει χαραγμένη στη μνήμη μου εκείνη η ψυχρή Οκτωβριανή νύχτα, καθώς το τραίνο κυλούσε στη διαδρομή Αθήνας - Θεσσαλονίκης. Απάνω στον ώμο μου είχε γείρει -κουρασμένο από την κακουχία του ταξιδιού- το κατσαρόμαλλο κεφαλάκι μιας κοπελιάς.
Γύρισα και την κοίταξα τρυφερά.
Τα χαρακτηριστικά της, γαληνεμένα από τον ύπνο, φάνταζαν γλυκύτερα στα μάτια μου, παρόλο που σκιαζόταν από τη χλομάδα που απλωνόταν έντονα στο αναιμικό της πρόσωπο.
Έτσι γνώρισα την Ευδοκία!
Τα γεγονότα που ακολούθησαν κράτησαν την ψυχή μου σε συνεχή ένταση και αγωνία για τρία ολόκληρα χρόνια.
Όπως μου εξομολογήθηκε, από την πρώτη κι’ όλας συνάντηση, η Ευδοκία είχε το στίγμα της Μεσογειακής αναιμίας. Η σωστή όμως αντιμετώπιση της κατάστασης από τους γονείς της και η τρυφερή φροντίδα είχαν συντελέσει ώστε το παιδί ν’ αναπτυχθεί φυσιολογικά, χωρίς σημαντικά οργανικά και ψυχολογικά προβλήματα. Οι μεταγγίσεις αίματος κάθε τριάντα μέρες, καθώς και η σύγχρονη θεραπεία αποσιδέρωσης με DEFERRAL1 βοήθησαν την Ευδοκία μέχρι τα εικοσιδύο της χρόνια.
Απ’ εδώ και πέρα, όμως, τα πράγματα δυσκόλεψαν κι’ άρχισαν να εκδηλώνονται όλο και πιο έντονα τα σημάδια της αρρώστιας. Στο γλυκό της πρόσωπο απλώθηκε μόνιμα η χλομάδα και η σπλήνα, όπως και το συκώτι, άρχισαν να διογκώνονται, ενώ οι μεταγγίσεις γινόταν συχνότερα.
Από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε νιώσαμε αμοιβαία συμπάθεια και δεν έπαψα από τότε να της συμπαραστέκομαι και να συμμετέχω στον ηρωικό της αγώνα για ζωή, προσφέροντας το αίμα μου κάθε δυο μήνες.
Κάποια μέρα του τρίτου χρόνου της γνωριμίας μας, ήρθε στο σπίτι μου, βαστώντας ένα μεγάλο φάκελο. Το πρόσωπο της, περιχαρακωμένο από λύπη, έδειχνε περισσότερο χλομό από κάθε άλλη φορά.
Δίχως να πει κουβέντα, έβγαλε κι’ άπλωσε μπροστά μου την αξονική τομογραφία με το πόρισμα των γιατρών καρφιτσωμένο απάνω της. Στην ταραχή μου τα γράμματα τρέμιζαν, αλλά το μήνυμα της γνωμάτευσης ήταν ψυχρό και διόλου ευχάριστο. Ο όγκος των δυο πολύτιμων οργάνων αύξανε σταθερά και δεν χωρούσαν ολιγωρίες. Για το συκώτι δεν υπήρχε καμία δυνατότητα θεραπείας. Η σπλήνα, όμως, έπρεπε να αφαιρεθεί, για να δοθούν περισσότερες δυνατότητες ζωής στον οργανισμό που πάλευε ολοφάνερα με τον θάνατο!
Με κοίταζε με απόγνωση, όσο μελετούσα το πόρισμα, λες και περίμενε από εμένα κάποια γνωμάτευση διαφορετική, περισσότερο ελπιδοφόρα.
“Δεν είναι αληθινά, αυτά που γράφουν! Έτσι δεν είναι;” βόγκηξε, ικετεύοντας τη συναίνεση μου.
Μα εγώ απόμεινα για λίγο σιωπηλός, αναμετρώντας προσεχτικά τα λόγια που θα ‘πρεπε να πω. Έπειτα της κράτησα σφιχτά τα χέρια και με τα μάτια καρφωμένα στα δικά της, της εξήγησα πως, πίσω από τις ψυχρές διαπιστώσεις της επιστήμης, υψώνεται εμπόδιο η ακατάβλητη θέληση για ζωή που μπορεί ν’ ανατρέψει κάθε λογική και μοιραία κατάληξη!


Δεν άντεξα να γίνω μάρτυρας του τραγικού της αγώνα με το θάνατο και -λίγες μέρες μετά την είσοδό της στο νοσοκομείο- την εγκατέλειψα, αναζητώντας λησμονιά στο άγριο ερημητήριο που μου πρόσφερε το νησί Βάρανος.
Βρέθηκα ανάμεσα σ’ ανήσυχους ανθρώπους, που στη σκέψη τους κυριαρχούσε η αμφισβήτηση της αρμονικής τάξης των πραγμάτων στη φύση. Πίστευαν στη διαρκή πάλη των οργανικών και ανόργανων στοιχείων, που είχε σαν αποτέλεσμα την αστάθεια και την αβεβαιότητα στην εξέλιξη και τη διαμόρφωση ισορροπημένων καταστάσεων. Συμπερασματικά, είχαν τη πεποίθηση πως η ανθρωπότητα κλυδωνιζόταν στους φουρτουνιασμένους κυματισμούς μιας αδιάκοπης περιπέτειας!
Το νησί ολόκληρο ήταν μια έκθεση στοιχείων και αποτελεσμάτων από την προαιώνια δράση της ανόργανης ύλης, που συνέχιζαν ακόμα να διαμορφώνονται. Αυτά τα στοιχεία αποτελούσαν το αντικείμενο της μελέτης των ανθρώπων που ξόδευαν τη ζωή του εκεί, ξεκομμένοι από τον πολιτισμό.
Κάποιος απ’ αυτούς, όταν γύρισε από την περιπλάνηση του στις επιβλητικές στοές μιας θαλασσινής σπηλιάς, διατύπωσε την παράξενη θεωρία πως οι κρυστάλλινοι σχηματισμοί, που αφθονούσαν εκεί, εκδήλωναν οργανική συμπεριφορά. Μας έλεγε, πως είχε συναντήσει ένα ολόκληρο τοίχο από συμπαγή αμέθυστο, όπου στη μαβιά επιφάνεια του είδε να παίρνουν υλοποίηση όλες οι βασανιστικές σκέψεις που κρατούσε αποδιωγμένες.
Οι κρύσταλλοι είναι γνωστό πως σχηματίζονται από την αργή ψύξη του θερμού μάγματος που ανεβαίνει από το εσωτερικό, στην επιφάνεια της γης.
Οι οπαδοί της μεταφυσικής πιστεύουν πως οι κρύσταλλοι είναι ζωντανοί οργανισμοί και έχουν μαγικές ιδιότητες, αφού, όταν δεχτούν τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα δυνατών ανθρώπινων επιθυμιών, είναι σε θέση να τα μορφοποιήσουν σε κινούμενες εικόνες μέσα στο κρυσταλλικό τους πλέγμα!
Η ιδέα μ’ εντυπωσίασε και θέλησα να γίνω μάρτυρας αυτού του παράδοξου φαινόμενου, όπου η ύλη μετάλλαζε τις σκέψεις σε ζωντανές ψευδαισθήσεις.
Έτσι το ξημέρωμα της επόμενης μέρας, οδηγήθηκα από τον Μαρσύα στον τόπο, απ’ όπου θα ξεκινούσα το παράξενο ταξίδι που θα μ’ έφερνε αντιμέτωπο με τις απωθημένες μου φαντασιώσεις.
Πέρασα στο μισόφωτο της δροσερής σπηλιάς και, βυθισμένος μέχρι τη μέση στο νερό, άρχισα να βαδίζω στο χαλικόστρωτο βυθό. Λίγους βηματισμούς παραμέσα, άναψα τον δυνατό φανό μου, μια και το σκοτάδι πύκνωνε κι’ έφερνε σκιές που με φόβιζαν. Γύρω μου έκλειναν ομαλά τα λειασμένα τοιχώματα και το νότισμα που τα σκέπαζε, αντανακλούσε τη φωτεινή δέσμη του φανού σε μικρές ηλιακές κηλίδες που θάμπωναν τα μάτια.
Το νερό ολοένα και κατέβαινε και σε λίγο βρέθηκα να περπατώ στο βρεγμένο δάπεδο που ανηφόριζε σταθερά. Ο χώρος γύρω φάρδαινε κι’ ο θόλος πάνω από το κεφάλι είχε ψηλώσει στα δυο μέτρα και μου διευκόλυνε τις κινήσεις.
Ανάσανα με ανακούφιση και αναθαρρεμένος συνέχισα την πορεία μου. Κάποιος αμυδρός φωτισμός, που όλο και δυνάμωνε όσο προχωρούσα, μ’ έκανε να ταχύνω το βηματισμό μου. Μόλις ξεπέρασα το εμπόδιο τριών πελώριων πέτρινων στύλων, έμεινα άλαλος μπρος στο μαγευτικό θέαμα που όρθωνε στα μάτια μου. Ένας ολόκληρος τοίχος, με πυραμιδοειδείς κρυστάλλους αμέθυστου, έστελνε τις μαβιές ανταύγειες του να φωτίζουν υποβλητικά το χώρο.
Η σπηλιά τερμάτιζε αυτού, σχηματίζοντας ένα γιγάντιο σαλόνι με μορφή υπερυψωμένου κώνου με θολωτό τελείωμα σαν οροφή.
Να, λοιπόν, που βρισκόμουνα αντιμέτωπος μ’ εκείνη την απίστευτα μεγάλη μάζα του ημιπολύτιμου ορυκτού που, στιγμές - στιγμές, ξάνοιγε και πύκνωνε τον βιολετένιο χρωματισμό του. Φαίνεται, όμως, πως οι μαγικές του ιδιότητες υπήρχαν περισσότερο στη φαντασία του Μαρσύα παρά στην πραγματικότητα, αφού, όσο κι’ αν συγκέντρωνα την προσοχή μου απάνω του, δεν μπόρεσα να διακρίνω κάποια μορφή, απ’ εκείνες που κρατούσα βασανιστικά φυλακισμένες στο υποσυνείδητο.
Η ένταση της προσπάθειας και η πνιγερή ατμόσφαιρα μου έφεραν υπνηλία και τα μάτια μου έκλεισαν από μόνα τους σ’ ένα ανήσυχο λήθαργο.


Το άπλετο φως που έλουζε το χώρο με συνέφερε και μ’ έκανε ν’ ανακαθίσω ξαφνιασμένος. Ψηλά, από την οροφή, μια πανίσχυρη ηλιακή δέσμη άπλωνε το φωτισμό της μπροστά από τις πυραμιδοειδείς ακμές των κρυστάλλων του τοίχου και οι μυριάδες λαμπρές σημειακές αντανακλάσεις του σχηματοποιούσαν μια μεγάλη στερεοσκοπική οθόνη, λουσμένη σε ζωηρό βιολετί χρώμα.
Η ταλαντευόμενη κίνηση των ατόμων της κρυσταλλικής δομής αύξησε τους παλμούς της, διεγερμένη από την τεράστια δυναμικότητα του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου. Ολόκληρο το φωτεινό πλέγμα του ορυκτοποιουμένου τοίχου, έστελνε ισόχρονες ρυθμικές ταλαντώσεις που σαν συνέπεια είχαν την αυξομείωση της έντασης της βιολετιάς λάμψης.
Μαγνητισμένος από το συγκλονιστικό θέαμα, αισθάνθηκα μια πανίσχυρη δύναμη να μου ανασκαλεύει το μυαλό και τότε -σαν από θαύμα- άρχισαν να μορφοποιούνται παραστάσεις προσώπων και αντικειμένων επάνω στην παλλόμενη οθόνη! Η ροή των εικόνων περνούσε από τα μάτια μου με την ταχύτητα ορμητικού χειμάρρου σε σημείο που δεν πρόφταινα να συνειδητοποιώ τις παραστάσεις τους, ωσότου ξαφνικά ο ρυθμός ελαττώθηκε στα φυσιολογικά επίπεδα κι’ αρχίνησαν να προβάλλονται καθαρά τα πρόσωπα και τα τοπία.
Και να, που, μέσα από ένα κατάλευκο φόντο, ξεπήδησε ορμητικά μια ακαθόριστη γυναικεία σιλουέτα, που το πρόσωπό της γέμισε αστραπιαία ολάκερο το χώρο!
“Ευδοκία” κραύγασα παθιασμένα. “Αληθινά... είσαι εσύ, καλή μου φίλη;”
Το πρόσωπο της είχε χλόμιασμα θανάτου και τα μάτια της με κοίταγαν με λύπη και πίκρα πρωτόφαντη. Διάκρινα μέσα στις μαύρες λίμνες τους χιλιάδες αμείλικτα ερωτηματικά να πετούν που, όμως, δεν πρόσμεναν απολογία για την προδοσία μου. Απλά έδειχναν βουβά πως ήξεραν την αιτία. Και το ντρόπιασμα μου ήταν ανείπωτο!
“Δεν είχα δύναμη να βλέπω τον ανθό σου να μαραίνεται” φώναξα, ξεσπώντας σε δάκρυα.
Τα χείλη της κινήθηκαν, δίχως να βγάλουν ήχο, αλλά μέσα στο μυαλό μου τα λόγια της ήχησαν καθαρά.
“Ήσουν αδύναμος και δειλός από πάντα. Τώρα που είχα την ανάγκη σου -περισσότερο από κάθε άλλη φορά- έφυγες και μ’ άφησες να παλέψω μοναχή τον αγώνα μου με το θάνατο. Δεν το ‘χω όμως σκοπό ν’ αφήσω τη συνείδηση σου να ησυχάσει. Σε χρειάζομαι... θέλω το αίμα σου, για να ζήσω!”.
Έσφιξα με απόγνωση τα μηλίγγια, μήπως και καταφέρω ν’ αποδιώξω το μαστίγωμα των λόγων της. Το αποτέλεσμα ήταν μηδαμινό, μια και οι τελευταίες της λέξεις -σαν ηχώ που ξεμάκραινε σβήνοντας- επαναλάμβαναν:
“Σε χρειάζομαι... θέλω το αίμα σου! Σε χρειάζομαι!”
Μα να που, απρόσμενα, το μαρτύριο σταμάτησε, καθώς το πλέγμα της λαμπρής οθόνης εξαφανίστηκε μαζί με τη δέσμη των ηλιαχτίδων που έπαψε να περνά από τη σχισμή της οροφής.
Μια επικίνδυνη σιωπή απλώθηκε πέρα ως πέρα κι’ εγώ, λουσμένος στον ιδρώτα από την αφόρητη ζέστη, κίνησα με πόδια σερνάμενα από εξάντληση, το δρόμο της επιστροφής.


Δεν αποκάλυψα σε κανένα την παράδοξη εμπειρία που μαρτύρεψαν τα μάτια και η συνείδηση μου. Ήταν δική μου υπόθεση το δράμα, που παίχτηκε στη βιολετιά οθόνη. Και θα το ζούσα μέχρι το τέλος μοναχός!
Το πρωινό ξαστέρωνε τον ουρανό, μα το ξημέρωμα έφερε παράξενα μηνύματα ν’ απλώσουν το δέος τους πάνω από το νησί. Μια αφύσικη άπνοια κρατούσε τον αέρα ακίνητο, που ήταν ανυπόφορα ζεστός κι’ έκανε τα μάτια να δακρύζουν. Μέσα από τα σπλάχνα της γης ανέβαινε μια υπόκωφη βουή που πρόδινε πως κάποια επικίνδυνη μεταβολή συνέβαινε εκεί κάτω.
Μα εγώ, υπνωτισμένος από τα οράματα του χθες, είχα κινήσει αποφασιστικά το δρόμο που χάραζε το πεπρωμένο μου.
Η θάλασσα είχε τραβηχτεί, μα τα νερά ήταν ανταριασμένα και, περνώντας -σχεδόν κολυμπώντας- μέσα στη σπηλιά, βρέθηκα και πάλι μπροστά στον τοίχο με τους κρυστάλλους του αμέθυστου που, τώρα, ο βιολέ χρωματισμός του άλλαζε προς το κίτρινο, καθώς η θερμοκρασία, που συνεχώς ανέβαινε, έφερνε μεταβολές στο κρυσταλλικό πλέγμα.
Η πανίσχυρη ηλιακή δέσμη έκανε πάλι την εμφάνιση στην ώρα της και η στερεοσκοπική οθόνη σχηματοποιήθηκε ξανά, καθώς το φως περνούσε μπροστά από τις πυραμιδοειδείς ακμές του αμέθυστου. Μόνο που, τώρα, το πλέγμα έπαλε με ταχύτερο ρυθμό απ’ ότι την προηγούμενη φορά.
Το κίτρινο χρώμα είχε σχεδόν κυριαρχήσει στην οθόνη, τονίζοντας εντονότερα το χλομιασμένο πρόσωπο της Ευδοκίας, που πρόβαλε ύστερα από την αλλεπάλληλη ροή ακαθόριστων εικόνων. Χαμογελούσε μυστηριακά με κάποια δόση ειρωνείας, που έκανε τα μάτια της να σπιθίζουν χυδαία!
“Σε κρατώ! Είσαι δικός μου ολότελα τώρα!”. Την άκουσα να φωνάζει παθιασμένα. “Ότι σαθρώνει και χάνεται μέσα μου, αναπληρώνεται από των δικών σου χυμών τη ζωτικότητα κ’ εσύ, σαν λαδοξοδεμένο λυχνάρι, θα σβεστείς για να βιώσω εγώ!”.
Ήμουν πανικοβλημένος και πίστεψα στων λόγων της την αληθινότητα, αφού οι δυνάμεις μου λιγόστευαν σταδιακά και μου δυσκόλευαν τις κινήσεις. Ήταν κι’ εκείνη η διαβολεμένη ζέστη που ολοένα δυνάμωνε, υψώνοντας ατμούς υγρασίας στον αέρα!
Έκανα μια απελπισμένη προσπάθεια για να φύγω από τη σπηλιά, μα τα πόδια μου δεν υπάκουγαν κι’ έμεναν καρφωμένα στη γη.
Η ταλαντευόμενη κίνηση των ατόμων του κρυστάλλινου τοίχου αυξήθηκε ακόμα περισσότερο με αποτέλεσμα να μεγαλώσει η μέση απόσταση των ατόμων στο πλέγμα. Τούτη η διαστολή του πλέγματος είχε σαν συνακόλουθο τη διαστολή ολόκληρου του κρυσταλλικού σώματος που δεν είχε τη δυνατότητα ν’ απλωθεί πέρα από το χώρο που το περιέσφιγγε. Η Ευδοκία εξακολουθούσε να παρατηρεί ειρωνικά τις προσπάθειες διαφυγής μου, ενώ το πρόσωπό της -σαν από μαγεία- έπαιρνε σιγά - σιγά τη ροδόχρωμη όψη της υγείας, που ολάκερη ζωή -μέχρι τα εικοσιδυό της χρόνια- δεν ευτύχισε ν’ αποκτήσει.
Αντίθετα, η δική μου δύναμη κατέρρεε σε τέτοιο βαθμό που, ανήμπορος πια, απόμεινα ακίνητος να καρτερώ το τέλος της αλλόκοτης περιπέτειας. Λίγο ακόμα αν κρατούσε αυτή η κατάσταση, κάθε ικμάδα ζωής θα μ’ είχε εγκαταλείψει και το κουφάρι μου θα σάπιζε εκειδά, ανεξήγητος γρίφος για όσους θα το ανακάλυπταν κατοπινά!
Κι’ ενώ όλα κατέτειναν σε τούτο το τραγικό αποτέλεσμα, ένα βίαιο ταρακούνημα συγκλόνισε το πάτωμα και τα τοιχώματα της σπηλιάς. Από την οροφή αποσπάστηκαν κομμάτια βράχων που έπεσαν με εκκωφαντικό πάταγο, ενώ ο άπλετος φωτισμός που ξεχύθηκε από το άνοιγμα εξαφάνισε το φαινόμενο, που -κατά πως φάνηκε- προξενούσε το πέρασμα της ηλιακής δέσμης από τη στενή σχισμή της οροφής.
Είδα την Ευδοκία να χάνεται, παραδομένη ακόμα στο θριαμβικό σαρκασμό της, αλλά δεν πρόλαβα να χαρώ τη σωτηρία μου. Η φοβερή θερμοκρασία είχε διαστείλει το κρυσταλλικό πλέγμα στα όρια του και ο σεισμός που ακολούθησε, έφερε την καταστροφή. Ολόκληρος ο τοίχος κατέρρευσε σε μυριάδες πολύεδρους μικροκρυστάλλους, αποκαλύπτοντας πίσω του την καυτή υδάτινη κόλαση που παρέσυρε ορμητικά τα πάντα. Το σοκάρισμα από την επαφή του ζεματιστού νερού με πόνεσε οδυνηρά και λιποθύμησα αμέσως!
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όταν, ύστερα από μία ολόκληρη βδομάδα, συνήλθα, βρέθηκα ξαπλωμένος στο κρεβάτι κάποιου νοσοκομείου με φοβερούς πόνους σ’ ολόκληρο το κορμί. Όπως με πληροφόρησαν, με είχε ανασύρει σε άθλια κατάσταση από την θάλασσα, το πλήρωμα του πλοίου μιας επιστημονικής αποστολής που είχε σπεύσει στο νησί, για να μελετήσει από κοντά την εκδήλωση των σεισμικών φαινομένων που κατέγραψαν τα μηχανήματα του.
Βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη τρεις μήνες αργότερα από τη θεραπεία των εγκαυμάτων που μου άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στο σώμα.
Εκεί πληροφορήθηκα με λύπη το θάνατο της αγαπημένης μου φίλης, που συνέβηκε την ίδια μέρα που ο όλεθρος κόντεψε να μ’ αγκαλιάσει, καθώς παρακολουθούσα τη μορφή της πάνω στη μαγική οθόνη της σπηλιάς. Δυο μέρες πριν από το χαμό της, παρουσίασε κάποια ξαφνική βελτίωση και τα μάγουλα της είχαν ροδίσει από ζωτικότητα. Αλλά, το μεσημέρι της δεύτερης μέρας αρπάχτηκε από τα κάγκελα του κρεβατιού γεμάτη απελπισία, λες και ζητούσε στήριγμα να κρατηθεί στη ζωή κι’ έπειτα το κεφάλι της έπεσε ξέπνοο στο προσκέφαλο. Έσβησε ξαφνικά, τη στιγμή που όλοι είχαν πειστεί για το θαύμα!